Η σκληρότητα των σκαγιών σε σχέση με την απόδοση της κάννης


DSC02616Πόσοι κυνηγοί πιστεύετε ότι θα ρωτήσουν – αν βάλουμε μπροστά τους ένα κουτί φυσίγγια – πόσο σκληρά είναι τα σκάγια που έχουν χρησιμοποιηθεί στο γόμωσή τους. Κανείς!! Αυτό δυστυχώς δεν είναι υπερβολή. Σαν πρώτη ερώτηση θα απευθύνουν οποιαδήποτε άλλη (τι πιέσεις, τι ταχύτητες, αν κλωτσάει, αν είναι καλό, κ.λ.π.) όμως για τον βαθμό σκληρότητας των σκαγιών τίποτα. Οι παλιοί κυνηγοί – και ειδικά όσοι γέμιζαν μόνοι τους τα φυσίγγια – έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην σκληρότητα των σκαγιών. Το ίδιο κάνουν και οι λιγοστοί εναπομείναντες σύγχρονοι ιδιογομωτές, που διαθέτουν κάποια χειροκίνητη μηχανή γεμίσματος για να γεμίζουν μόνοι τους τα φυσίγγια που χρησιμοποιούν. Μια παλιά και αγαπημένη διαδικασία, ιδιαίτερα στην Αμερική, από παλιά μέχρι σήμερα, αλλά και στη χώρα μας, που όμως κάποιοι με κάποιους τρόπους φρόντισαν να οδηγηθεί σε μαρασμό. Δεν θα σταθώ άλλο σε αυτό το θέμα, όχι μόνο γιατί δεν είναι του παρόντος, αλλά γιατί θα πρέπει αυτές οι αιτίες του μαρασμού αυτής της πατροπαράδοτης διαδικασίας να αναλυθούν σε ειδικό άρθρο, που όμως μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα καυστικό για κάποιους.

Επιστρέφοντας λοιπόν στη σκληρότητα των σκαγιών θα πρέπει να αναφερθεί ένα σημαντικό στοιχείο απόκλισης της ποιότητας της κατανομής των σκαγιών. Η διαφορά στην σκληρότητα αλλά και στην κατεργασία (επιγραφίτωση, γυάλισμα, κ.λ.π.) μετά την κατασκευή των σκαγιών συντελεί στο να παίρνουμε διαφορές απόδοσης των καννών. Για να γίνω πιο σαφής, μία κάνη με ένδειξη τσοκαρίσματος (***), δηλ. ντεμί, με σκάγια μέτριας ποιότητας θα δώσει μια φυσιολογική απόδοση 60-65% στον πίνακα στα 36μ. Η ίδια κάννη με φυσίγγια που διαθέτουν υψηλής ποιότητας σκάγια, όμως, θα δώσει απόδοση που θα πλησιάσει το φουλ τσοκ (*), δηλ. ποσοστό 70-75%. στα 36μ. Υπάρχουν όμως και συχνές περιπτώσεις φυσιγγίων με μαλακά σκάγια, χαμηλής ποιότητας κατασκευής, χωρίς προσεγμένη σφαιρικότητα και τελική επεξεργασία, που κάνουν μία κάννη με φουλ τσοκ να αποδίδει στον πίνακα ντουφεκιά βελτιωμένου κυλίνδρου. Βέβαια, πάντα αναφερόμαστε σε σκάγια μολύβδινα, χωρίς εξωτερική επιμετάλλωση (επιχάλκωση ή επινικέλωση). Τα σκάγια, ανεξαρτήτως του τρόπου κατασκευής τους, χυτά ή πρεσαριστά, χωρίζονται βασικά σε τρεις κατηγορίες: Μαλακά (με περιεκτικότητα αντιμονίου κάτω από 1.5%), ημίσκληρα (με 2-3% αντιμόνιο) και σκληρά (με 4-6% αντιμόνιο). Τα σκληρότερα σκάγια που σήμερα μπορεί να συναντήσει κάποιος σε φυσίγγια φθάνουν σε περιεκτικότητα αντιμονίου το 7%, όμως ατυχώς δεν εισάγονται στη χώρα μας. Για όσους δεν γνωρίζουν, το αντιμόνιο καθώς επίσης και το αρσενικό, προστίθενται στο κράμα του μολύβδου σε μικρά ποσοστά για να του αυξήσουν την σκληρότητα, γιατί το καθαρό μολύβι είναι πολύ μαλακό σαν μέταλλο. Όμως το πολύ σκληρό σκάγι είναι ελαφρύτερο από το μαλακό και συνεπώς δεν μεταφέρει την ίδια κινητική ενέργεια στο σώμα του θηράματος σε σχέση με εκείνη του μαλακού. Σε αυτό οφείλεται ίσως αυτό που έλεγαν κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία βετεράνοι κυνηγοί ότι «το μαλακό σκοτώνει το θήραμα». Βέβαια ένα φυσίγγιο με βάρος γόμωσης π.χ. 32 γρ. που έχει γεμιστεί με μαλακά σκάγια, περιέχει σημαντικό αριθμό λιγότερων σκαγιών από ένα αντίστοιχο που έχει γεμιστεί με πολύ σκληρά. Συνεπώς αυξάνεται η πιθανότητα να βληθεί το θήραμα με περισσότερα σκάγια από ένα φυσίγγι που διαθέτει πολύ σκληρά απ’ ότι εκείνο με τα μαλακά, οπότε και το τετραπλό τραύμα, που επιφέρει άμεση καταβολή του θηράματος, είναι περισσότερο εφικτό. Σε αυτό θα πρέπει βεβαίως να προστεθεί η ικανότητα διατήρησης της σφαιρικότητας ενός υψηλής ποιότητας σκληρού σκαγιού σε μία διαδικασία υψηλών καταπονήσεων που υφίστανται μέχρι να βγει από την κάννη. Αυτές οι καταπονήσεις ξεκινούν από την στιγμή της εκπυρσοκρότησης, όπου η κάτω στοιβάδα των σκαγιών στον πάτο του συγκεντρωτήρα συμπιέζεται απότομα και βίαια. Έχει παρατηρηθεί πειραματικά ότι πριν ακόμη περάσουν τα σκάγια όλης της γόμωσης στην κυρίως διάμετρο της κάννης (τον αυλό), ήδη τα σκάγια της κάτω στοιβάδας έχουν υποστεί περισσότερη παραμόρφωση από ότι τα μεσαία και τα πάνω. Κατόπιν, μπαίνοντας στον αυλό της κάννης και ειδικά αν αυτός είναι στενός, δηλ. 18,2 –18,3 χιλ., τα περιφερειακά σκάγια συμπιέζονται κατά τη διαδρομή τους και συμπιέζονται ακόμη περισσότερο τη στιγμή που μπαίνουν στο τσοκ. Εδώ, αν το τσοκάρισμα είναι υψηλού βαθμού (**) ή (*), έχουμε όχι μόνο πλευρική συμπίεση, αλλά και πιο αυξημένες τριβές μεταξύ τους, ακόμη και στα κεντρικά σκάγια. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι τα μαλακά ακόμη και τα ημίσκληρα σκάγια θα υποστούν μεγαλύτερη παραμόρφωση και θα αλλοιωθεί το σφαιρικό τους σχήμα σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι τα σκληρά. Αυτά λοιπόν τα παραμορφωμένα σκάγια δεν θα φτάσουν ποτέ στον στόχο γιατί λόγω του μη σφαιρικού τους σχήματος, θα εκτραπούν. Ειδικά μάλιστα μέσα στον κύκλο των 75 εκ. του πίνακα στα 35 μ., δεν πρόκειται να πάρουμε αυτά τα αλλοιωμένου σχήματος σκάγια, με αποτέλεσμα φτωχές κατανομές – που ανέφερα στην αρχή – και την απορία του κυνηγού, γιατί το όπλο του με ντεμί τσοκ να του δίνει απόδοση κυλίνδρου. Αυτό το φαινόμενο έχει γίνει αντικείμενο εκτεταμένων πειραμάτων τα τελευταία χρόνια από μεγάλες βιομηχανίες σε σχέση με το τσοκάρισμα των καννών. Αυτός είναι και ο λόγος που βλέπουμε οι μεγάλες βιομηχανίες να εμφανίζουν όλο και περισσότερους τύπους φυσιγγίων με σκάγια υψηλής σκληρότητας, αντιμονιούχα. Δεν θέλω να αναφερθώ στα μολύβδινα σκάγια με επιμετάλλωση για την αύξηση της σκληρότητάς τους, γιατί το θέμα αυτό έχει αναπτυχθεί εκτενώς σε προηγούμενο σχετικό άρθρο (τεύχος 470/Μάιος 2001, σελ. 90). Μια προσπάθεια για τη μείωση της επιζήμιας παραμόρφωσης των σκαγιών είναι και η χρησιμοποίηση κόκκων λευκού αντιτριβικού υλικού (πολυαιθυλένιο, πολυπροπυλαίνιο, PVC), που το συναντάμε κυρίως σε φυσίγγια υδροβίων. Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο, αφού τα υδρόβια απαιτούν υψηλές συγκεντρώσεις σε μακρινές αποστάσεις και απόλυτη σφαιρικότητα των σκαγιών για αύξηση της διάτρησης.

Αν παρατηρήσουμε τα σκάγια που χρησιμοποιούνται σε υψηλής ποιότητας σκοπευτικά φυσίγγια, θα δούμε ότι είναι υψηλής σκληρότητας και ιδιαιτέρως προσεγμένης ποιότητας. Αυτό γιατί οι σκοπευτές από το χάσιμο ενός δίσκου χάνουν έναν ολόκληρο αγώνα. Έχουν λοιπόν απαίτηση για το καλύτερο που υπάρχει, κάτι που δεν απασχολεί τους περισσότερους κυνηγούς, εκτός εάν είναι πολύ «ψαγμένοι» στο θέμα. Θα πρέπει όμως να αναφέρω ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα εξέλιξης και στα σκάγια που χρησιμοποιούνται για τα πολύ καλής ποιότητας ελληνικά κυνηγετικά φυσίγγια. Όταν λοιπόν κάποιος αγοράζει ένα ακριβό κυνηγετικό φυσίγγι, θα πρέπει να απαιτεί η ποιότητα των σκαγιών του να είναι υψηλή και να φροντίζει να μαθαίνει γι αυτό. Να μην κοιτάζει μόνο το ψηλό εξωτερικό μέταλλο, το εντυπωσιακό αστεροειδές κλείσιμο και το όμορφο κουτί του. Αυτά δεν βοηθούν στην επιθυμητή κυνηγετική κάρπωση, που αναμφισβήτητα επιβραβεύει τους κόπους του κυνηγού.

Συνοψίζοντας λοιπόν, η ποιότητα κατασκευής των σκαγιών ενός φυσιγγίου πρέπει να θεωρείται υπολογίσιμος παράγοντας, γιατί η κακή ποιότητά τους πολλές φορές ευθύνεται για την αποτυχία μιας βολής, εκτός βέβαια ότι μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα από τις φτωχές και ανομοιόμορφες κατανομές που παρατηρούνται στις συγκεντρώσεις των σκαγιών στον πίνακα βολής μας. Έτσι, μπορεί να καταλήξουμε εύκολα σε μία λανθασμένη απόρριψη ενός τσοκαρίσματος αλλά και μίας κάννης, με την σκέψη ότι δεν αποδίδει σωστά για την ένδειξη της σύσφιξης και την ποιότητά της.

Δεν αναφέρομαι καθόλου στα ατοξικά φυσίγγια (ατσάλινα, βυσμουθίου, τουγκστενίου και polymer matrix), γιατί δεν αποτελούν στην παρούσα φάση ελληνικό κυνηγετικό ενδιαφέρον και θα είναι καλό για τους Έλληνες κατασκευαστές φυσιγγίων, αυτά να μείνουν εκτός της χώρας μας.