Ο σημερινός τρόπος ζωής που στις περισσότερες εκφράσεις του μας έχει στερήσει την ικανότητα ανίχνευσης, εξειδίκευσης και χρήσιμης επιλογής, οδηγώντας μας εντέχνως σε μια υπεραφθονία προσφοράς (όταν υπάρχουν τα χρήματα) και ολικής «σουπερμαρκετοποίησης» των πάντων, έχει ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την κυνηγετική αμάθεια.
Μην παραξενευτείτε αν εμφανιστεί κάποιο «090» τις επόμενες ημέρες και έναντι χρέωσης δίνει και καλά «τις χρυσές συμβουλές» και τους «ιδανικούς συνδυασμούς» για όπλα και φυσίγγια (λες και είναι ΤΑΡΩ) κατευθύνοντας επιδέξια, με ποιος ξέρει τι σκοτεινά συμφέροντα τον κυνηγό, εκμεταλλευόμενος το εύκολο και γρήγορο που διακατέχει τον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων σήμερα. Μόνο μέσα από τις στήλες του περιοδικού μπορεί κάποιος να αποκτήσει γνώμη, άποψη και σωστή επιλογή που προέρχεται από τη γνώση, ώστε να μην αγοράζει «σκουπίδια».
Με άλλα λόγια η ανάκρουση που προέρχεται από «σκουπίδια» δημιουργεί στον κυνηγό μια κούραση και δυσφορία σε μια δραστηριότητα που του αρέσει και τον ευχαριστεί. Όμως το δικαίωμά του είναι να ψυχαγωγείται και να νιώθει όμορφα μέσα σε αυτήν και όχι να βασανίζεται από μελανιές σε μάγουλο ώμο και πονοκέφαλο, που κρατάει μέχρι την άλλη μέρα. Αν υποθέσουμε ότι η εφαρμογή του κοντακίου στο σώμα του κυνηγού είναι η σωστή και έχει γίνει κατόπιν οδηγιών ενός δασκάλου κυνηγετικής σκοποβολής, τότε με το θέμα του βάρους του όπλου τι γίνεται;
Είναι σημαντικό να αποκτήσει τη γνώση ο κυνηγός όχι μόνο να επιλέγει το ιδανικό βάρος του προς αγορά όπλου του για το κυνήγι που θα κάνει, αλλά και το κατάλληλο βάρος για να μπορεί να χρησιμοποιήσει αβασάνιστα τα περισσότερα από τα φυσίγγια μεσαίων γομώσεων που υπάρχουν στην αγορά μας. Έχω γράψει σε παλαιότερο άρθρο μου και το επαναλαμβάνω, ότι για κάποιον που διαθέτει ένα όπλο με βάρος 3 κιλά και κυρίως όταν είναι δίκαννο (πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο) χρειάζεται φυσίγγια με βάρος γόμωσης 96 φορές κάτω από το βάρος του όπλου δηλ. 31 γρ. Όταν λοιπόν βλέπουμε τους περισσότερους κυνηγούς που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με το περπατητό κυνήγι και διαθέτουν σκύλο φέρμας να ζητούν επίμονα όπλα με βάρος 2.700 γρ. πρέπει να ξέρουν ότι αυτό το όπλο είναι ιδανικό για να περπατάς πολύ αλλά να ντουφεκίζεις λίγο.
Είναι πραγματικά ένα ξεκούραστο όπλο για ολοήμερο περπάτημα αλλά κουραστικό στο τουφέκισμα αν χρειαστεί να ρίξει κάποιος 1-2 κουτιά φυσίγγια σε 1 ώρα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ένα τόσο ελαφρύ όπλο δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα όπλο γενικής χρήσεως. Όπως ακριβώς ένα όπλο με βάρος 3.600 δεν μπορεί να θεωρηθεί το ιδανικό για γενική χρήση αν και είναι ξεκούραστο σε παρατεταμένη χρήση φυσιγγίων μιας παραγωγικής ημέρας. Υποτίθεται βέβαια ότι σε καμία περίπτωση δεν έχουμε πρόβλημα προσαρμογής του όπλου στο σώμα του κυνηγού, άλλωστε δεν είναι αυτό που εξετάζουμε σήμερα, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι το όπλο ταιριάζει στο σώμα του κυνηγού και ο παράγοντας «ανάκρουση» εξαρτάται μόνο από όπλο και φυσίγγι. Είναι σε όλους πιστεύω κατανοητό ότι ένα δίκαννο (πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο) με βάρος 2.700 και ένα άλλο με βάρος 3.600 μεταδίδουν διαφορετική αίσθηση ανάκρουσης στον κυνηγό όταν ρίχνουν ένα φυσίγγι με 32 γρ. σκάγια που είναι και η συνηθέστερη γόμωση της αγοράς για το δωδεκάρι όπλο. Θα πρέπει να ξέρετε ότι στο αυτογεμές λόγω του κύκλου λειτουργίας του η αίσθηση της ανάκρουσης είναι διαφορετική και δίνει την εντύπωση στον κυνηγό ότι είναι αρκετά μικρότερη όταν χρησιμοποιούμε το ίδιο φυσίγγι των 32 γρ.
Πολλοί κυνηγοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι η αίσθηση της ανάκρουσης είναι μικρότερη όταν η ίδια γόμωση των 32 γρ. χρησιμοποιείται από όπλο μικρότερου διαμετρήματος (π.χ. εικοσάρι). Αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί, εκτός αν διατηρηθεί το βάρος του όπλου και μειωθεί το βάρος της γόμωσης των σκαγιών του φυσιγγίου. Θα αναφέρω μια περίπτωση από όσες έχω εξετάσει που είναι κατατοπιστική. Ένα αλληλεπίθετο που ζυγίζει 3.100 γρ και ρίχνει ένα φυσίγγι με 24 γρ. γόμωση σκαγιών που εξέρχονται από το στόμιο της κάννης με αρχική ταχύτητα 400 μ./δευτ μεταδίδει την ίδια αίσθηση της ανάκρουσης με ένα δωδεκάρι αλληλεπίθετο βάρους 3.500 γρ που ρίχνει ένα φυσίγγι με 28 γρ γόμωση σκαγιών που έχει την ίδια ταχύτητα στομίου. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στη μειωμένη ανάκρουση δεν παίζει ρόλο το μικρότερου διαμετρήματος όπλο αλλά το τι φυσίγγι του βάζεις μέσα και ποια ταχύτητα διαθέτει αυτό. Αν δεχτούμε ότι έχουμε ένα κυνηγό με την μυϊκή δύναμη που χρειάζεται για να κρατήσει και να χειριστεί άνετα ένα βαρύτερο όπλο τότε δεν είναι αναγκαίο να του βάζει μόνο ελαφρά φυσίγγια.
Όλα βασίζονται πάνω στον εξής σημαντικό τύπο:
Χαμηλή ανάκρουση = βαρύ όπλο + μέση ταχύτητα + ελαφριά γόμωση. ‘Άλλοι παράγοντες που συντελούν στην χαμηλή ανάκρουση είναι αξιοπρόσεκτοι μεν αλλά ήσσονος σημασίας μπροστά στον τύπο που αναφέραμε. Αυτοί οι παράγοντες έχουν αναλυθεί σε παλαιότερα άρθρα και είναι ο διευρυμένος αυλός της κάννης, η επιμήκυνση του κώνου προσαρμογής μεταξύ θαλάμης και αυλού, και οι οπές εκτόνωσης των αερίων στο στόμιο της κάννης.
Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε χοντρικά ότι όσο λιγότερο χρόνο κάνει η γόμωση να περάσει μέσα από την κάννη και να βγει από το στόμιο τόσο λιγότερη ανάκρουση νιώθει ο κυνηγός. Αυτό όμως πάλι μας παραπέμπει πίσω στην ποιότητα του φυσιγγίου. Για να το δούμε λίγο πιο αναλυτικά, το φαινόμενο του «χρόνου κάννης» που πάντα το προσέχουν οι ειδικοί των γομώσεων, ενώ αλλάζει από το ένα φυσίγγι στο άλλο αλλάζοντας όμως και την αίσθηση της ανάκρουσης.
Μπορεί σε δύο διαφορετικούς τύπους φυσιγγίου να βλέπουμε καταγεγραμμένη στο βλητικό ταχογράφο σχεδόν την ίδια αρχική ταχύτητα, αλλά η αίσθηση της ανάκρουσης στο ώμο του κυνηγού να είναι διαφορετική και να ωφελείται σε αυτόν τον «αόρατο» παράγοντα.
Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι πριν αλλάξει κάποιος το όπλο του κατηγορώντας το για ανυπόφορη ανάκρουση ή πριν καταλήξει σε μια οριστική απόφαση να το κρατήσει αλλά να χρησιμοποιεί μόνο πολύ ελαφριά φυσίγγια, του συνιστώ να ρίξει αρκετά φυσίγγια από διαφορετικούς ποιοτικούς κατασκευαστές με συγκεκριμένη γόμωση π.χ. 32 γρ σκάγια. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει να καταλάβει τη διαφορά για να πάρει τη σωστή απόφαση, διότι το πρόβλημα στην περίπτωση του κάθε κυνηγού για να λυθεί χρειάζεται να δουλέψει λίγο με το όπλο του και όχι απλά να υποθέτει.
Πιστεύω λοιπόν ότι θα πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον του ο κυνηγός που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανάκρουσης με το όπλο του, στα φυσίγγια με μέση ή χαμηλή ταχύτητα. Θα συναντήσει αρκετούς γνωστούς κατασκευαστές να διαθέτουν ποιοτικά φυσίγγια κυνηγίου με γόμωση 32 γρ σκαγιών που όμως αποδίδουν υπερβολικά υψηλές ταχύτητες της τάξης των 420-430 μ/δευτ. και μπορεί να μην κουράζουν σε ένα αυτογεμές των 3 κιλών ή ένα βαρύ δίκαννο των 3,5 κιλών, όμως σίγουρα σε ένα ελαφρύ δίκαννο των 2,7 κιλών θα δημιουργήσουν έντονη δυσφορία σε παρατεταμένη χρήση. Πολλοί σύγχρονοι και γνωστοί κατασκευαστές συναγωνίζονται ποιος θα προσφέρει το πιο «γρήγορο» φυσίγγι και μάλιστα με εξωπραγματικές αρχικές ταχύτητες για το επίπεδο της κανονικής κυνηγετικής γόμωσης των 32 γρ. σκαγιών. Σε αυτό το «ξέφρενο» ρυθμό έχουν παρασυρθεί και αρκετοί κυνηγοί που ενθουσιάζονται με τα υψηλά νούμερα ταχυτήτων ελπίζοντας έτσι σε υψηλά νούμερα θηραμάτων. Χωρίς βέβαια να μπορούν να αντιληφθούν ότι το 390 από το 420 (30 μ/δευτ) είναι αμελητέο στον κυνηγότοπο αν αυτός που το χρησιμοποιεί δεν σκοπεύει με σωστό και μελετημένο τρόπο. Απλά πετάει τις ντουφεκιές κάνοντας θόρυβο. Πειραματιζόμενος με το αντικείμενο χρησιμοποίησα ένα αλληλεπίθετο γνωστής βιομηχανίας βάρους 3 κιλών με τεχνικά χαρακτηριστικά που είναι κοινότυπα (μήκος κάννης 71 εκ, μήκος κώνου προσαρμογής εσωτερικά 2 εκ., αυλός 18.4 χιλ και tsok demi). Τα φυσίγγια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα κανονικά κυνηγετικά των 32 γρ. σκαγιών. Έριξα το πρώτο κουτί φυσιγγίων που διέθετε αρχική ταχύτητα V1=- 390 μ/δευτ. και όταν ο εξολκέας πέταξε έξω και το εικοστό πέμπτο φυσίγγιο δεν ένιωθα ότι η συμπεριφορά του όπλου με κούρασε ενώ οι επιτυχίες στα 25 φυσίγγια ήταν 22 στο FITASC/SPORTING (Κυνηγητική σκοποβολή σε δίσκους που προσομοιάζουν θηράματα). Ακολούθως το δεύτερο κουτί φυσιγγίων που διέθετε αρχική ταχύτητα V1= 430 μ/δευτ. στην ίδια πάντα γόμωση των 32 γρ. αμέσως στο ξεκίνημά του έδειξε τη σκληρότητά του στην ανάκρουση η οποία ήταν απότομη και «ξερή». Αυτό είχε σαν συνέπεια η κίνηση του όπλου μετά την πρώτη βολή να είναι δυσκολότερη για να γίνει μια σωστή δεύτερη βολή από ότι του πρώτου (πιο αργού) φυσιγγίου. Παρ’ όλο που οι επιτυχίες ήταν σχεδόν οι ίδιες με 21 δίσκους, στα 25 φυσίγγια η δυσφορία που ένιωθα μετά το τελευταίο φυσίγγι μου έδειξε ξεκάθαρα τις ύπουλες επιπτώσεις του δολώματος που ονομάζεται υπερ-υψηλή ταχύτητα σε κυνηγετικό φυσίγγι σε συνδυασμό με ελαφρύ όπλο. Μην σκεφθείτε ότι το υπέρ- γρήγορο φυσίγγι θέλει μικρότερη προσκόπευση όταν μιλάμε για διαφορές 30-40 μ/δευτ, διότι προσωπικά χρησιμοποίησα τις ίδιες προσκοπεύσεις και οι επιτυχία ήταν ίδια.
Άρα λοιπόν το μυστικό για μια ξεκούραστη κυνηγετική ημέρα για κάποιον που επιμένει στη χρήση ενός ελαφρύ δίκαννου, αλλά χωρίς τις βλαβερές συνέπειες της υψηλής ανάκρουσης είναι η σωστή επιλογή ενός φυσιγγίου χωρίς όμως να ενθουσιάζεται και να τρέχει στα υψηλά νούμερα των ταχυτήτων.