Ολοκληρώνουμε το σημαντικό κεφάλαιο της σκοπευτικής αυτοκριτικής, με το δεύτερο μέρος του άρθρου, που θα προσανατολίσει τον σκοπευτή ή τον κυνηγό, που θέλει να ασχοληθεί και με την σκοποβολή, στο «να τα βρει» με τον εαυτό του.
Σε πολλές εκφράσεις της ζωής μας αποφεύγουμε να αντιμετωπίζουμε κατά πρόσωπο τον άλλο μας εαυτό, να τον επιπλήξουμε, να τον υποβάλλουμε σε δοκιμασία και τέλος να τα βρούμε μαζί του.
Οι περισσότεροι τρομάζουν στην ιδέα σημαντικών αλλαγών σε αυτό που βιώνουν, επαναπαυόμενοι σε μια σταθερή κατάσταση, αν και κατά βάθος γνωρίζουν πως μπορεί μια αλλαγή να τους οδηγήσει σε μια καλύτερη κατάσταση και να παραμερίσει τις «κουρτίνες» που ορθώνονται μπροστά τους.
Οι περισσότεροι σκοπευτές αλλά και κυνηγοί πιστεύουν ότι αν θα συνεργαστούν με έναν προπονητή κυνηγετικής σκοποβολής, αμέσως οι άλλοι θα συμπεράνουν ότι είναι ανίκανοι να βρουν μόνοι τους τη λύση του προβλήματος. Αυτή η ιδέα έχει «καρφωθεί» μέσα στο μυαλό τους και γνωρίζουμε όλοι ότι η δύναμη μιας λανθασμένης ιδέας είναι απίστευτη.
Η συνεργασία του προπονητή με κάποιον που διακατέχεται από τέτοιες ιδέες, χωρίς να δείχνει προθυμία αλλαγών, θα αποδειχτεί τελικά προβληματική. Κάθε προπονητική επισήμανση θα εκλαμβάνεται ως κριτική και μάλιστα αρνητική από τον συγκεκριμένο σκοπευτή. Οι υγιείς επισημάνσεις, οι σωστές συμβουλές και οι καθαρές λύσεις που δίνονται από τον προπονητή μπορούν να αποβούν μάταιες, αν ο σκοπευτής διακατέχεται από αμφιβολίες, ανασφάλειες και αρνητικές σκέψεις. Πολλές φορές αυτά τα στοιχεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαγραφούν από το μυαλό κάποιου, αλλά όχι αδύνατο. Αρκεί ο σκοπευτής να καταλάβει καλά και να ενστερνιστεί το γιατί υπάρχουν κάποιοι άλλοι στις πρώτες θέσεις και πως θα μπορούσε ο ίδιος να δώσει ευκαιρίες και εφόδια στον εαυτό του.
Ο πιο επιτυχημένος συνδυασμός συνεργασίας μεταξύ σκοπευτή και προπονητή εξαρτάται από την δεκτικότητα του πρώτου και την μεταδοτικότητα του δεύτερου, μέσα στο μεταξύ τους εργασιακό φάσμα. Σε αυτό πάντα προστίθεται το ιστορικό του σκοπευτή ή του κυνηγού μέσα στην αγαπημένη του δραστηριότητα. Γι αυτό ίσως οι γυναίκες και οι νεαροί σκοπευτές και κυνηγοί μαθαίνουν γρηγορότερα και σωστότερα τις σκοπευτικές μεθόδους και τον ασφαλή χειρισμό του όπλου. Αυτό συμβαίνει διότι αυτά τα άτομα έχουν ελάχιστη έως καθόλου προηγούμενη εμπειρία με το κυνηγετικό όπλο, συνεπώς την εκμάθησή τους δεν την δυσκολεύει η προηγούμενη λανθασμένη ενασχόλησή τους με τη σκόπευση και το όπλο, καθώς επίσης και το «αντριλίκι» που δίνει μία, αποτρεπτική προς εκμάθηση, έπαρση. Έτσι λοιπόν, λογικά φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι μία συνολική άγνοια στοιχείων γύρω από μία δραστηριότητα είναι πολύ καλύτερη περίπτωση προς εκμάθηση με έναν δάσκαλο, από εκείνη όπου η άγνοια είναι μερική. Υπάρχει και μια πονηρή πλευρά στην συνεργασία ενός προπονητή-δασκάλου σκοποβολής με έναν σκοπευτή ή κυνηγό, ειδικά όταν αυτός έχει στην πλάτη του χρόνια ενασχόλησης με την αγαπημένη του δραστηριότητα. Αυτός καταφεύγει στην πρόσληψη ενός προπονητή μέσα στις προσπάθειες που κάνει ώστε να γίνει πολύ καλύτερος, αν και έχει εντέχνως συγκεκαλυμμένα προβλήματα. Πονηρά σκεπτόμενος λοιπόν υπολογίζει ότι έτσι θα προχωρήσει πολύ περισσότερο μπροστά απ’ ότι του επιτρέπουν το ταλέντο του, η μέχρι τότε εμπειρία του, η νοοτροπία του και η ιδιοσυγκρασία του. Αυτοί λοιπόν καταφεύγουν και στη λύση του προπονητή, πιστεύοντας ότι εκείνος μπορεί να έχει τη «μαγική ράβδο» που θα τους κάνει να τα βρουν με τον εαυτό τους και να εκτιναχθούν μπροστά. Έχοντας προσωπική εμπειρία από την προπονητική καθοδήγηση αρχαρίων και προχωρημένων, καθώς και παλαιών πρωταθλητών των σκοπευτικών αθλημάτων του κυνηγετικού όπλου, μπορώ να πω το εξής:
Το να προπονείς σκοπευτές υψηλού επιπέδου είναι μεν μια διαφορετική εργασιακή διάσταση από το να προπονείς αρχάριους, αλλά τα βασικά στοιχεία καθοδήγησης είναι τα ίδια. Διότι ανακαλύπτεις τι είναι αναγκαίο να γίνει και ποιο πρόγραμμα θα βοηθήσει τον σκοπευτή για να φτάσει τον στόχο που έχει θέσει, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα. Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και ξένοι μεγάλοι προπονητές με πολλά χρόνια στην προπόνηση με τους οποίους έχουμε συζητήσει το θέμα. Οι σκοπευτές υψηλού επιπέδου τις περισσότερες φορές καθοδηγούμενοι από μία εσωτερική επιδειξιμανία για την κατάκτηση ενός στόχου που έχουν βάλει, μηχανεύονται και χρησιμοποιούν κάθε μέσον που θα τους φθάσει το συντομότερο σε αυτόν. Πολλοί από τους πρωταθλητές δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη συναισθηματική απήχηση της αυτοκριτικής, διότι επιθυμούν διακαώς να μάθουν πώς θα γίνουν καλύτεροι και επιθυμούν επίσης να το κάνουν με τέτοιο τρόπο που να ξεπερνά την κάθε αποδοκιμασία του εγωισμού τους που μπορεί να εμφανιστεί. Υπάρχει κι ένα «μεσαίο σύνολο» σκοπευτών, που δεν είναι πλέον αρχάριοι, αλλά ούτε και υψηλού επιπέδου, που δείχνουν να έχουν τα περισσότερα προβλήματα με την προπονητική και την σκοπευτική αυτοκριτική. Αυτοί οι «μεσαίοι» σκοπευτές φοβούνται τα λάθη και διστάζουν πάντα στις αποφασιστικές κινήσεις για να μην βρουν μέσα σ’ αυτές κάποιο σημείο απόρριψης. Βέβαια, η ειρωνεία είναι ότι αυτοί οι σκοπευτές χρειάζονται προπονητική βοήθεια περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι βασικοί κανόνες που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τον κάθε σκοπευτή ή κυνηγό που αγαπάει αυτό που κάνει.
1. ΠΟΤΕ δεν πρέπει να πας στον προπονητή χωρίς να έχεις ένα πλάνο και χωρίς να έχεις έναν συγκεκριμένο στόχο στο μυαλό σου. Ο στόχος σου μπορεί να είναι βραχύχρονος και απλός, για παράδειγμα ένας βατήρας στο skeet που βγάζει εδώ και καιρό πρόβλημα ή μία γωνία στο trap, όπου συστηματικά χάνονται δίσκοι, μέχρι μακρόχρονους και σύνθετους στόχους, όπως η νίκη σε έναν μεγάλο αγώνα της κατηγορίας σου. Μπορείς να συζητήσεις με τον προπονητή που επέλεξες τις παραμέτρους και να διαπιστώσεις αν η συνεργασία σας θα σε πάει στην κατάκτηση του στόχου σου.
2. ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ να κάνει ο φίλος σου τον προπονητή ή ο σύζυγος (αν πρόκειται για σκοπεύτρια), ειδικά αν έχεις στο μυαλό σου στόχους μακροχρόνιους και σοβαρούς. Στην προσπάθεια να γλιτώσεις χρήματα στο τέλος θα ξοδέψεις περισσότερα σε στείρες προπονήσεις, που όχι μόνο θα σε μπερδέψουν περισσότερο αλλά στο τέλος θα κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς γραφικός κι επιπόλαιος. Διότι η συνεργασία με έναν επαγγελματία προπονητή έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να επιφέρει συναισθηματική και ψυχολογική κατάρρευση όταν εμφανίζονται συνεχόμενα λάθη μέσα στην προπόνηση του σκοπευτή ή της σκοπεύτριας. Τα λάθη εμφανίζονται πάντα εκεί που δεν τα περιμένεις και μάλιστα όταν προσπαθείς να βελτιώσεις την επίδοσή σου στο άθλημά σου, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσεις τα υπάρχοντα αρνητικά συναισθήματα. Πρέπει να προσπαθείς να γίνεις συνεπής και να μάθεις αυτό που χρειάζεται για να γίνεις πιο δημιουργικός. Αυτό να ξέρεις ότι θα επιφέρει θετική ψυχολογία και θαρραλέα συναισθήματα. Αν συνεχίσεις να προπονείσαι με λάθος τρόπους, τότε τα αρνητικά συναισθήματα αυξάνονται και θα φτάσουν σε τέτοιο ύψος, που κάποια στιγμή θα σου αποκόψουν κάθε δίοδο βελτίωσης.
3. ΕΛΕΓΞΕ τα συναισθήματά σου. Αν εκνευρίζεσαι στην προπόνησή σου, φύγε από τον βατήρα και κάθισε κάπου να ηρεμήσεις. Εντόπισε το γιατί να συμβαίνει αυτό και αν αξίζει να συμβαίνει. Αν η απάντηση στην αυτοκριτική σου είναι ότι ανατρέπονται οι προσδοκίες σου και αν ακόμη νιώθεις ότι το φορτίο είναι βαρύτερο απ’ όσο νόμιζες, προσπάθησε και βεβαιώσου ότι δεν έχει χαθεί από τα μάτια σου ο στόχος που έχεις βάλει. Από την άλλη πλευρά, αν έχεις στο πλάι σου προπονητή και νιώθεις συνεχώς το βάρος των αποτυχιών να σε διαλύει, μάλλον είναι ένα ωμό κρέας στον ήλιο που δεν μπορεί να σου προσφέρει τίποτα και θα πρέπει σύντομα να τον αλλάξεις. Πάντως να περιμένεις ότι οι απαντήσεις στην αυτοκριτική σου τις περισσότερες φορές θα διαψευσθούν μέσα σου και μέσα από τις επιθυμίες σου. Η αντίδρασή σου σε μία κατάσταση αυτογνωσίας μπορεί να μην είναι ένα «ληξιπρόθεσμο προϊόν» μιας σύντομης εργασιακής περιόδου και θα πρέπει ίσως να βεβαιωθείς ότι ο χαρακτήρας σου ανταποκρίνεται με θετικό τρόπο.
Ο φόβος της σκοπευτικής αυτοκριτικής και της αντιπαράθεσης του σκοπευτή, ακόμη και του κυνηγού με τον κακό εαυτό του, αποτελούν δύο από τους κύριους λόγους που δεν επιτρέπουν την βελτίωση κάποιου σε μια δραστηριότητα που δείχνει ότι αγαπάει. Άλλωστε, αυτοί είναι οι λόγοι που κρατούν τους σκοπευτές και τους κυνηγούς μακριά από την καθοδήγηση ενός καλού προπονητή. Είναι λοιπόν φανερό ότι όταν κατά την πάροδο του χρόνου διαπιστώνεις ότι δεν βελτιώνεσαι, θα πρέπει να κάνεις την αυτοκριτική σου και να πάρεις δραστικές αποφάσεις. Εξέτασε τους λόγους του γιατί δεν συνεργάζεσαι με έναν επαγγελματία προπονητή, γιατί παραμένεις στάσιμος σε αυτό που αγαπάς και γιατί έχεις τόσο μεγάλες μεταπτώσεις απόδοσης μέσα σε αυτό. Είναι θλιβερό να διαπιστώνουμε ότι «σκοτώνουμε» αυτό που αγαπάμε και μετά αυτό που αγαπάμε μας «σκοτώνει».