Tο σημερινό θέμα πραγματεύεται σημαντικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες τις οποίες ένας ευσυνείδητος και νοήμων σκοπευτής θα καλλιεργήσει χωρίς δικαιολογίες. Διότι τα άτομα που ψάχνουν ή δημιουργούν δικαιολογίες στη σκοποβολή, δημιουργούν και τις προϋποθέσεις για μια αμφιβόλου προέλευσης απόδοση όχι μόνο σε ένα αγώνα αλλά και σε ολόκληρη την αγωνιστική περίοδο. Αν ένας σκοπευτής ή σκοπεύτρια αναγνωρίζει επαρκώς ποια είναι τα όριά του, τότε βρίσκεται στο σωστό δρόμο ανάπτυξης της αυτοπεποίθησής του.
Το πρώτο βήμα σε αυτό το δρόμο ανάπτυξης της αυτοπεποίθησης είναι το να μάθει στον εαυτό του το τι είναι αναγκαίο να κάνει για να πετύχει τους δίσκους. Αυτό ακούγεται πολύ απλό, όμως είναι ο κυριότερος παράγοντας. Οι περισσότεροι σκοπευτές χωρίς αγωνιστική εμπειρία μπαίνουν στο βατήρα του σκοπευτηρίου με τη σκέψη να λέει στο μυαλό τους: «Ωραία είναι εδώ, για να δούμε..μπορούμε να πετύχουμε και τίποτα;». Το οποίο βέβαια είναι εντελώς λάθος. Συνηθίζω να λέω ότι στο κομπιούτερ που λέγεται μυαλό, αν βάλεις σκουπίδια, σκουπίδια θα πάρεις.
Ο σκοπευτής που σέβεται τον εαυτό του, ξεκινάει με μια σαφώς πιο θετική προσέγγιση και δεν αφήνεται στη μοίρα του. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο σκοπευτής-σκοπεύτρια που είναι καθ’ όλα έτοιμος-έτοιμη και έχει προαποφασίσει για το τι θα κάνει μέσα στο βατήρα, θα πρέπει να έχει την τόλμη να εκτελέσει την τεχνική που έχει διδαχθεί.
Η αυτοπεποίθηση αρχίζει να δημιουργείται όταν ο σκοπευτής ή η σκοπεύτρια εισέρχεται στο βατήρα και εκτελεί με φυσική κίνηση αυτό που ξέρει να κάνει, αποδίδοντας στην πράξη τις σωστές εντολές του εγκεφάλου. Με πιο απλά λόγια: Ο σκοπευτής έχει απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του και των σκέψεων του μυαλού του και το ξέρει! Αυτό λοιπόν το τελευταίο στοιχείο-η γνώση και απόδοση των φυσικών και νοητικών λειτουργιών-είναι αυτό που σπάει το φράγμα και ανεβάζει τον σκοπευτή στο υπέρτατο επίπεδο. Να πάρουμε για παράδειγμα έναν σκοπευτή του TRAP ο οποίος γνωρίζει πώς να σπάσει όλες τις γωνίες με τις οποίες ενδέχεται να εμφανιστεί ένας δίσκος και είναι αρκετοί αυτοί, αφού έστω και μια φορά τους έχουν σπάσει. Αυτός ή αυτή (αν είναι γυναίκα) θα πρέπει να κάνει πράξη την κατάλληλη νοητική εντολή. Φθάνοντας σε αυτό το επίπεδο εκτέλεσης των εντολών, τότε η απόδοση δεν είναι τόσο δύσκολη και μάλιστα στο βαθμό που κάποιος μπορεί να σκέφτεται. Αναλύοντας λίγο αυτή την αναγκαιότητα για υψηλό επίπεδο απόδοσης, βλέπουμε ότι αυτή επικεντρώνεται στην ικανότητα του σκοπευτή να κάνει πρακτική εφαρμογή μόνο τις ενέργειες που συνειδητά επιθυμεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτή η πρακτική εφαρμογή ανάγεται στη θετική συνεργασία του μυαλού με το σώμα, ο σκοπευτής θα πρέπει εκούσια να σπάει το δίσκο γνωρίζοντας αναλυτικά τι πράττει εκείνη τη στιγμή, όχι μετά το σπάσιμο να αναρωτιέται πώς έγινε αυτό. Όπως καταλαβαίνετε αυτές οι ενέργειες απαιτούν «χειρουργική ακρίβεια» κατά την εκτέλεσή τους και δεν είναι προϊόν ενστίκτου. Κανείς δεν γεννήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του να έχει την ικανότητα εφαρμογής τέτοιων λεπτών ενεργειών από ένστικτο. Αυτά διδάσκονται και μαθαίνονται. Σε κανένα από τα προπονητικά σεμινάρια σκοποβολής που έχω παρακολουθήσει στο εξωτερικό μέχρι σήμερα, δεν έχει εξετασθεί περίπτωση σκοπευτή της σύγχρονης εποχής που να έφτασε στην κορυφή σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς καμία εκμάθηση ή προπονητική καθοδήγηση. Έστω και σαν εξαίρεση θα μπορούσε να εξετασθεί έστω και μία-αν υπήρχε-όμως δεν υπάρχει. Ο κόσμος του πρωταθλητισμού υψηλού επιπέδου σήμερα είναι πολύ σκληρός για τέτοιες «ρομαντικές» εξαιρέσεις. Ίσως κάποτε, πριν γεννηθούμε εμείς, να υπήρχε έδαφος για τέτοιες εξαιρέσεις, σήμερα όμως με την εξέλιξη και τη σύγχρονη μορφή των Ολυμπιακών σκοπευτικών αθλημάτων, δεν υπάρχει το έδαφος για να επιβιώσουν οι «αυτοδίδακτες» εξαιρέσεις.
Για να αποκτήσει κάποιος την ικανότητα να νιώθει αυτοπεποίθηση μέσα στο σκοπευτικό του άθλημα, θα πρέπει κάθε φορά που πάει για προπόνηση στο σκοπευτήριο να θέτει στόχους στον εαυτό του. Είναι ποικίλοι οι στόχοι που μπορεί να θέσει κάποιος και εξαρτώνται από το επίπεδο και τις απαιτήσεις του σκοπευτή. Ένα απλό παράδειγμα είναι ότι σήμερα θα προσπαθήσω να πετύχω 25/25 στο TRAP χρησιμοποιώντας μόνο την πρώτη τουφεκιά μου. Δεν θα βάλω φυσίγγι στη δεύτερη θαλάμη. Ένα άλλο απλό παράδειγμα για το SKEET είναι να κάνω 25/25 δουλεύοντας μόνο το πρώτο τεταρτημόριο του πεδίου. Αυτοί είναι δύο απλοί στόχοι για δύο σκοπευτές δύο διαφορετικών σκοπευτικών αθλημάτων αλλά με κοινή επιδίωξη. Να κάνουν το απόλυτο, το 25 στα 25. Είναι ανώφελο, στείρο και απογοητευτικό για έναν σκοπευτή ανεξαρτήτως αθλήματος να πηγαίνει στο σκοπευτήριο μόνο για να κάνει θόρυβο! Εκτός μόνον αν τα ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται στο να πηγαίνει να κάνει τη «πλάκα» του, αστειευόμενος με άλλους και να «καίει» φυσίγγια για διασκέδαση.
Αν εσείς λοιπόν δεν θεωρείτε τον εαυτό σας ένα «χαβαλέ» των σκοπευτηρίων και έχετε απαιτήσεις για ένα καλύτερο μέλλον μέσα στο άθλημα που επιλέξατε, τότε θα πρέπει να δείτε τα πράγματα από την αθλητική τους πλευρά ασχέτως αν οι απαιτήσεις σας δεν ανάγονται στο επίπεδο του πρωταθλητισμού. Η σοβαρότητα και ο σεβασμός προς ένα ολυμπιακό άθλημα δεν εκφράζει μόνο τους πρωταθλητές. Επανερχόμενοι όμως στο στόχο που πρέπει να θέτουμε κάθε φορά στον εαυτό μας, θα πρέπει να συγκεντρωθούμε στην υλοποίησή του-ασχέτως του τελικού αποτελέσματος-με επιδίωξη το ρίξιμό μας να είναι «ένα πιάτο τη φορά» και όχι «μπαίνω να κάνω 25».
Πρέπει να ξέρετε ότι δεν είναι χρήσιμο σε έναν σκοπευτή πριν από κάποιον επίσημο αγώνα του Πρωταθλήματος να κάνει στην προπόνηση 25 στα 25 αν δεν έχει πλήρη επίγνωση του πώς έγινε αυτό. Θα ήταν απεναντίας πολύ χρήσιμο να γνωρίζει απόλυτα το πώς έκανε ένα 23 στα 25 ή ένα 24 στα 25 δουλεύοντας άψογα με το κάθε πιάτο.
Αν ένας σκοπευτής ή σκοπεύτρια γνωρίζει τι πρέπει να κάνει σε κάθε πιάτο και το κάνει εφαρμόζοντας στην πράξη το θεωρητικό μέρος της τεχνικής που έχει στο μυαλό του, τότε μπορεί να το κάνει αυτό και για ένα-δύο πιάτα ακόμη μέσα σε ένα επίσημο αγώνα. Οπότε μετά το τέλος της πούλας των 25 δίσκων θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι βγήκε το υψηλότερο σκορ, ενώ εκείνος δεν το είχε στο μυαλό του. Λέω συχνά στους σκοπευτές που προπονώ ότι το τελικό σκορ είναι ο προορισμός ενός ταξιδιού που όμως δεν μας ενδιαφέρει τόσο όσο η διαδρομή. Επανερχόμενοι λοιπόν στις συνιστώμενες λύσεις θα πρέπει να ταξινομήσουμε το εργασιακό μας πλαίσιο μέσα στο σκοπευτήριο κάτω από την επικεφαλίδα «προπόνηση με αγωνιστικό «μυαλό». Οτιδήποτε λιγότερο θέτει τις προϋποθέσεις για μια πανωλεθρία του σκοπευτή στον επερχόμενο αγώνα και μόνο ένα περιστασιακό χαμόγελο της τύχης μπορεί να τον σώσει, αλλά και να τον οδηγήσει ταυτόχρονα στην επόμενη παγίδα (τον επόμενο αγώνα) κυριολεκτικά αβοήθητο. Υπάρχουν δύο αντίθετες νοητικές τοποθετήσεις σε ένα σκοπευτικό άθλημα. Η πρώτη είναι μια επιπόλαια προπονητική διάθεση και η δεύτερη είναι μια σοβαρή προσέγγιση σε αγωνιστικό πρόσωπο. Αν δεν μάθεις στην προπόνηση να ελέγχεις το μυαλό σου και να το κατευθύνεις εκεί που θέλεις, τότε μέσα στις συνθήκες έντασης και πίεσης ενός αγώνα πού το χρειάζεσαι αυτό, για το κάθε πιάτο ξεχωριστά, θα βρεθείς μπερδεμένος νοητικά και θα βαδίζεις σε λανθασμένες επιλογές.
Αν δεν βάζεις τον εαυτό σου σε μια τεχνητή αγωνιστική πίεση κατά τη διάρκεια των προπονήσεών σου, δημιουργώντας το κλίμα που πρόκειται να συναντήσεις, δεν θα μπορείς να γνωρίζεις το πώς διαμορφώνεται μια προσπάθεια συγκέντρωσης των νοητικών λειτουργιών όταν εσύ τη χρειάζεσαι. Θα θέλεις να συγκεντρωθείς όχι μόνο στο σκοπό σου αλλά και στις επιμέρους λεπτομέρειές του μέσα στον αγώνα, αλλά δεν θα σου βγαίνει. Με τη δημιουργία μιας εκούσιας τεχνικής αγωνιστικής πίεσης επιτυγχάνεται μια χρήσιμη νοητική προσπάθεια σε κάποιο βαθμό, που και αν ακόμη δεν δώσει πρωταρχικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα, δεν έχει βλαβερές επιπτώσεις διότι δουλεύεται κατά τη διάρκεια προπόνησης. Συνεχίζοντας πάνω σε αυτό το προπονητικό-αγωνιστικό πλαίσιο προετοιμασίας, επέρχεται αργά αλλά σταθερά ή απόκτηση της εμπειρίας του να ξέρει ο σκοπευτής πώς να εργάζεται ακολουθώντας ένα πρότυπο. Αυτό το εργασιακό πρότυπο της προπόνησης με συνεργασία μυαλού και σώματος αποδίδει βαθμιαία την ικανότητα ελέγχου της σκέψης μέσα και έξω από το βατήρα. Ο έλεγχος αυτός, που χαρίζει τη γνώση προς το σκοπευτή για το τι μπορεί να καταφέρει, και δεν το ήξερε πριν, με την πρόοδο του χρόνου γίνεται ένα μέρος του εαυτού του. Εκεί αρχίζει να ανταμείβεται ο σκοπευτής για τον επιλεγμένο τρόπο εργασίας και την αφοσίωσή του προς αυτόν. Αυτή η ανταμοιβή ονομάζεται προσωπική αυτοπεποίθηση.