Θυμάμαι πριν από δέκα και πλέον χρόνια, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές πολλοί κυνηγοί και σκοπευτές να γεμίζουν μόνοι τους τα φυσίγγιά τους. Μπορώ να πω ότι από τα μεταπολεμικά χρόνια, δηλ. από το 1950 έως το 1980, δεν υπήρχε κυνηγός που να μην είχε δοκιμάσει έστω και μία φορά να γεμίσει ο ίδιος τα φυσίγγιά του. Άλλοι τα παράτησαν γιατί δεν τα κατάφερναν καλά και τ’ αποτελέσματα δεν τους ικανοποίησαν και άλλοι συνέχισαν να το κάνουν.
Σε αυτό το όμορφο χόμπι των ιδιογομώσεων, τα πρώτα εκείνα δύσκολα χρόνια του 1950 και μετά, βοήθησε η οικονομική ανέχεια και η φτώχεια, που μάστιζε τις οικογένειες των κυνηγών και τους στοίχιζε πολύ φθηνότερα να φτιάχνουν μόνοι τους τα φυσίγγιά τους, παρά να αγοράζουν έτοιμα. Όσο όμως πέρναγαν τα χρόνια, άρχισαν να ακριβαίνουν τα υλικά γομώσεως, να εμφανίζονται όλο και περισσότερα καταστήματα ειδών κυνηγίου που πρόσφεραν έτοιμα φυσίγγια σε προσιτές τιμές και η οικονομική επιφάνεια της οικογένειας του μέσου κυνηγού να ανεβαίνει. Για να επιτύχει όμως αυτή την καλυτέρευση στα οικονομικά του, ο κυνηγός θυσίαζε τις καθημερινές τον ελεύθερο χρόνο του, που ήταν απαραίτητος για να γεμίσει τα φυσίγγια που χρειαζόταν για το κυνήγι του Σαββατοκύριακου. Αυτό μαζί με την οικονομική άνεση να αγοράσει το έτοιμο φυσίγγι και την άγνοια που έχουν ιδιαίτερα οι νέοι κυνηγοί πάνω στην «λεπτή» διαδικασία των ιδιογομώσεων, είχε σαν συνέπεια την δεκαπενταετία από 1980-1995 να παρατηρηθεί μία μεγάλη αποχή απ’ αυτή την ενασχόληση κι ελάχιστοι κυνηγοί πια γέμιζαν μόνοι τους τα φυσίγγιά τους. Από πληροφορίες όμως που έχω από καταστήματα κι από διάφορους αντιπροσώπους κυνηγετικών ειδών, τα τελευταία 8 χρόνια έχει εκδηλωθεί ένα μεγάλο ενδιαφέρον από παλιούς κυνηγούς να ξαναρχίσουν να γεμίζουν τα φυσίγγιά τους και από νέους να ξεκινήσουν τώρα να το κάνουν, αφού φυσικά πρώτα μάθουν και ακολουθήσουν προσεκτικά την διαδικασία που απαιτείται για μία σωστή ιδιογόμωση. Τώρα, αν αυξήθηκαν οι συνταξιούχοι κυνηγοί ή οι νέοι δουλεύουν λιγότερο κι αυξήθηκαν οι ελεύθερες ώρες τους, αυτό δεν ξέρω να σας το πω. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράξενο γιατί με την πληθώρα των διαφόρων φυσιγγίων που έχουν κατακλύσει την αγορά και με τον μεγάλο ανταγωνισμό ανάμεσα στις εταιρίες και τα καταστήματα για την διάθεση ενός καλού φυσιγγίου σε χαμηλή τιμή, δεν δίνουν σοβαρό κίνητρο σε κάποιον να ξεκινήσει να γεμίζει μόνος του τα φυσίγγιά του. Απεναντίας, μπορώ να πω ότι η αύξηση των τιμών των υλικών γομώσεων (κάλυκες, καψύλλια, πυρίτιδες, κ.λ.π.) αποτρέπει εκείνους που σκέπτονται την εξοικονόμηση κάποιου κέρδους από τα φυσίγγια που θα γεμίζουν μόνοι τους, αφού η διαφορά ενός φυσιγγίου γεμισμένου στο σπίτι είναι αναλόγως των υλικών 0,10-0,15 ευρώ φθηνότερο από αυτά που πωλούνται έτοιμα στα καταστήματα. Κέρδος μηδαμινό και μπορώ να πω αμελητέο. Γιατί λοιπόν έχει εκδηλωθεί αυτό το ενδιαφέρον επιστροφής στην παλιά καλή συνήθεια των σπιτικών φυσιγγίων και από ποιους κυνηγούς;
Νομίζω ότι η απάντηση δεν είναι τόσο απλή ούτε μονολεκτική. Υπάρχουν τρεις συγκεκριμένοι λόγοι που θα αναφέρω και είναι ικανό κίνητρο για έναν μερακλή κυνηγό ή σκοπευτή, που θέλει κάτι το ξεχωριστό να ξεκινήσει να γεμίζει τα φυσίγγιά του.
Α. Το δικαίωμα του σωστού κυνηγού να μην δέχεται την «μασημένη» τροφή, δηλ. το έτοιμο φυσίγγι, χωρίς να έχει επίγνωση του τι ποιότητας υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του, αφού κανένας κατασκευαστής δεν αναγράφει ευκρινώς πάνω στα κουτιά τον τύπο των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του φυσιγγίου. Όπως τον τύπο πυρίτιδας και το βάρος της, τον τύπο της τάπας, κ.λ.π. αφαιρώντας από τον κυνηγό την ικανοποίηση να γνωρίζει αν αυτό που πληρώνει 5 και 6 ευρώ αξίζει να το πληρώνει τόσο και όχι λιγότερα. Είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε αγοραστή.
Β. Ο μεθοδικός κυνηγός έχει κάνει την επιλογή του για το πιο θήραμα κυνηγά περισσότερο κι αισθάνεται την ανάγκη κάποιου ειδικού φυσιγγίου, που θα τον ικανοποιήσει στις λεπτομέρειες. Αυτό βέβαια είναι αντιπαραγωγικό και οι κατασκευαστές με το δίκιο τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν μεμονωμένους κυνηγούς.
Γ. Το κυνήγι για έναν μερακλή κυνηγό, νομίζω ότι δεν ξεκινάει το πρωί του Σαββάτου και τελειώνει το βράδυ της Κυριακής. Μπορεί να ξεκινάει από κάποιες ώρες στα μέσα της εβδομάδας με την «ιεροτελεστία» της γόμωσης των φυσιγγίων του Σαββατοκύριακου. Η ανάγκη για την δημιουργία ενός καλού φυσιγγίου από τον ίδιο τον κυνηγό, προϋποθέτει διάβασμα και γνώση όλων των απαραίτητων στοιχείων που διέπουν ένα σωστό φυσίγγιο. Μέσω της εξαιρετικής σειράς των άρθρων για τις πυρίτιδες που έγραψε στο περιοδικό μας ο Μηνάς Ιορδάνογλου, καθώς και από βιβλία που κυκλοφορούν, δίνεται η ευκαιρία στον κυνηγό να ενημερωθεί λεπτομερώς και σε άλλους ενδιαφέροντες τομείς, με αποτέλεσμα την άνοδο του επιπέδου των γνώσεών του. Ο φίλος, Χρήστος Χατζιώτης, έχει ήδη εκδώσει ένα ανανεωμένο σχετικό βιβλίο με γομώσεις. Κλείνοντας εδώ την πρώτη ενότητα του άρθρου, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην τονίσω την ικανοποίηση που νιώθουν οι κυνηγοί όταν κρατούν στα χέρια τους το θήραμα και είναι διπλή, αφού ξέρουν ότι με δικά τους φυσίγγια το τουφέκισαν και το πήραν.
Προκειμένου λοιπόν να ικανοποιήσω κυνηγούς και σκοπευτές που θέλουν να ξεκινήσουν να γεμίζουν μόνοι τους τα φυσίγγιά τους, θα αναλύσω τα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει κάποιος για να γεμιστεί ένα φυσίγγιο και να δώσει τα δέοντα αποτελέσματα.
ΚΑΛΥΚΑΣ
Όλοι οι χρησιμοποιούμενοι κάλυκες πλαστικοί ή από χαρτόνι, οι οποίοι είναι και πιο σπάνιοι, πρέπει να είναι ανάλογοι με το μήκος της θαλάμης του όπλου μας, δεν πρέπει δηλαδή να είναι μακρύτεροι, αλλά ούτε και πολύ μικρότεροι. Δηλαδή σε θαλάμη 70 χιλ. να μην κατεβούμε κάτω των 65 χιλ. Επίσης ο τύπος του κάλυκα και το εσωτερικό του πυθμένιο (επίπεδο, ημικωνικό, κωνικό) πρέπει να εναρμονίζεται με την χρησιμοποιούμενη για τη γόμωση πυρίτιδα, όπως και με το ογκομετρικό της βάρος (μεγάλου, μεσαίου ή μικρού όγκου).
Εάν χρησιμοποιήσουμε ριγμένους κάλυκες, τους οποίους μαζέψαμε από τον κυνηγότοπο ή το σκοπευτήριο, αφού πρώτα τους ελέγξουμε να είναι σε καλή κατάσταση, τους ξεχωρίζουμε κατά είδος, τους καλιμπράρουμε, δηλ. τους επαναφέρουμε στις αρχικές τους διαστάσεις με την ανάλογη συσκευή (καλίμπρα). Εκτός εάν διαθέτουμε τις ειδικές μηχανές επαναγεμίσματος, οι οποίες όταν βγάζουν το παλιό καψύλλιο από τον κάλυκα, ταυτόχρονα τον καλιμπράρουν, φέρνοντάς τον στις αρχικές του διαστάσεις. Βεβαίως, πρέπει να τονίσουμε ότι οι κάλυκες που έχουν έστω και την παραμικρή φθορά, πρέπει να πετιούνται, δηλ. παραμορφωμένοι ή με χείλη κομμένα. Προσωπικά χρησιμοποιώ κάλυκες για επαναγόμωση που έχουν ριχτεί μία μόνο φορά και είναι και άριστης ποιότητας. Αν κάποιος πάει σε ένα σκοπευτήριο, θα δει σωρούς από τέτοιους.
Καψύλλιο
Ο τύπος καψυλλίου (υψηλής ισχύος, μέσης ή μικρής) πρέπει να είναι κατάλληλος για την εκάστοτε χρησιμοποιούμενη πυρίτιδα και δεν πρέπει να γίνονται πειράματα, των οποίων δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα αποτελέσματα. Ορισμένες πυρίτιδες δεν δίνουν καλά αποτελέσματα με τα ισχυρά καψύλλια, π.χ. FIOCCHI 616, M-686 ή CX 2000, ενώ δεν παρουσιάζουν καλή και ομοιόμορφη καύση με μικρής ισχύος καψύλλια, π.χ. FIOCCHI 615, ή τα παλαιότερα 6, 45, που βεβαίως δεν υπάρχουν πλέον, παρά μόνο σε συλλέκτες. Πρέπει επίσης να ξέρουμε ότι η ικανότητα ανάφλεξης των διαφόρων τύπων καψυλλίων της κατηγορίας SUR 209 είναι δυνατόν να διαφέρει πολύ. Το νέο καψύλλιο που θα τοποθετηθεί στο προς επαναγόμωση κάλυκα, πρέπει να εισέρχεται στη θέση του με κάποια ελαφρά προσπάθεια, της συσκευής καψυλλιώσεως-αποκαψυλλιώσεως, δηλ. σφηνωτά.
ΠΥΡΙΤΙΔΑ
Κατ’ αρχήν σημειώνω και τονίζω ιδιαιτέρως ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο κυνηγετικές πυρίτιδες που χρησιμοποιούνται στα λειόκαννα όπλα. Δηλαδή αποκλείονται απολύτως για την γόμωση κυνηγετικών φυσιγγίων:
1. Πολεμικές πυρίτιδες και πυρίτιδες για φυσίγγια ραβδωτών όπλων ή πυρίτιδες άγνωστες που μας χάρισαν.
2. Μείγματα κυνηγετικών πυρίτιδων.
3. Μείγμα άκαπνης κυνηγετικής πυρίτιδας με μαύρη.
4. Προσθήκη μικρής ποσότητας μαύρης πυρίτιδας επί του καψυλλίου προς ενίσχυσή του (δυστυχώς έχει γίνει και αυτό από κάποιον στο παρελθόν).
Πριν τη χρήση οποιασδήποτε κυνηγετικής πυρίτιδας που εμείς διαλέξαμε είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την ζωηρότητα καύσης της, καθώς και τη δοσολογία της, η οποία πρέπει να εναρμονίζεται με τα φυσίγγια που επιθυμούμε να γεμίσουμε και να συνδυάζεται με τα άλλα μέρη του φυσιγγίου (βυσμάτωση, βάρος σκαγιών, είδος κλεισίματος παραδοσιακό ρέλιασμα ή αστεροειδές 6 ή 8 χωρισμάτων). Επίσης ιδιαίτερη προσοχή στη στατική πίεση ή οποία ασκείται επί της πυρίτιδας, δηλ. πρέπει ή δεν πρέπει να πιέζεται η βυσμάτωση και αν πρέπει, πόσο πρέπει να πιέζεται. Εννοείται φυσικά ότι δεν πρέπει να υπερβαίνονται τα βάρη της γόμωσης της πυρίτιδας, πέραν των συνιστώμενων βαρών (δόσεων) από τον κατασκευαστή, όπως αυτά γράφονται πάνω στην ετικέτα του κουτιού της πυρίτιδας ή στο βιβλίο ή στο άρθρο από το οποίο παίρνουμε τις πληροφορίες. Γι αυτό ποτέ δεν πρέπει να αγοράσουμε πυρίτιδα άγνωστη, ακολουθώντας την δοσολογία αυτού που μας την πούλησε ή χάρισε. Είναι επικίνδυνο και δεν θα είμαστε σίγουροι αν αυτό που μας δίνει είναι η πυρίτιδα που του ζητήσαμε. Προσοχή λοιπόν στις άγνωστες πυρίτιδες.
Οι ταχείας καύσεως πυρίτιδες (γρήγορες) είναι κατάλληλες για τις ελαφριές γομώσεις και τις σκοπευτικές sporting, δηλ. για το 12άρι, το βάρος σκαγιών μέχρι 32 γρ. Ακολούθως, οι ημιπροοδευτικής καύσης για μεσαίες γομώσεις με 33 έως 36 γρ. και τέλος οι προοδευτικές για βαρύτερες γομώσεις, ημιμάγκνουμ και μάγκνουμ.
Οι πυρίτιδες διπλής βάσης (νιτρογλυκερινούχες) που παλαιότερα ήταν πολύ δημοφιλείς απαιτούν συνήθως βάρη γομώσεων κατώτερα από αυτά που ισχύουν για τις πυρίτιδες απλής βάσης (νιτροκυταρινούχες), οι οποίες σήμερα είναι πολύ διαδεδομένες.
Οι πυρίτιδες πρέπει να φυλάσσονται μέσα σε μεταλλικά κουτιά που κλείνουν αεροστεγώς και σε περιβάλλον ξηρό, με μέση θερμοκρασία. Δοχεία από χαρτόνι ή πλαστικό δεν χρησιμεύουν για μακροχρόνια διατήρηση των πυρίτιδων. Να θυμόμαστε πάντα ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της πυρίτιδας είναι η υγρασία και η υψηλή θερμοκρασία.
Συνεχίζεται