Ο έλεγχος της ευθυβολίας του όπλου μας – Μέρος B’


DSC00318Στο πρώτο μέρος αυτής της «τριλογίας» που αναφέρεται στο σημαντικό κεφάλαιο της ευθυβολίας ενός λειόκανου κυνηγετικού όπλου είχαμε αναλύσει αν οι κάννες (για δίκαννο) ή η κάννη (για αυτογεμές) ρίχνουν ίσια στο σημείο που εμείς τις κατευθύνουμε. Στο δεύτερο μέρος τώρα θα αναλύσουμε την ευθυβολία του όπλου μας σε συνάρτηση με την απόλυτη εφαρμογή (όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί βέβαια) του κοντακίου στο σώμα μας.

Αφού λοιπόν κάνοντας την πρώτη δοκιμή, όπως την περιγράψαμε, διαπιστώσουμε ότι το όπλο μας ρίχνει ίσια, τότε περνάμε στην δοκιμή της εφαρμογής του κοντακίου, η οποία είναι πιο ενδεδειγμένη να γίνει σε σταθερό πίνακα και όχι σε φύλλα χαρτιού όπως η προηγούμενη.

Η ιδανική απόσταση που πρέπει να έχει η κάννη από τον πίνακα είναι τα 18 μ. και όταν λέμε πίνακα σταθερό εννοούμε αυτόν που έχουν τα σκοπευτήρια (αλλά και κάποιοι κατασκευαστές φυσιγγίων), που είναι φύλλο λαμαρίνας πάχους 3 χιλ. διαστάσεων 1Χ1μ. Τέτοιο πίνακα από λαμαρίνα χρησιμοποιούσαν συνεχώς από τα παλιά χρόνια κι όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές διάσημων χειροποίητων όπλων αλλά και κάποιοι μερακλήδες ιδιώτες για τις δοκιμές τους, όπως ένας καλός μου φίλος από τα Μεσόγεια. Είναι πολύ χρήσιμος και όχι αναλώσιμος, αφού με την χρήση ώχρας διαπιστώνουμε στη στιγμή τις δυνατότητες κατανομής και συγκέντρωσης όχι μόνο του όπλου μας αλλά και των φυσιγγίων. Στη δοκιμή μας λοιπόν αυτή, επειδή θα χρειαστούμε ένα στόχο πάνω στον πίνακα, είναι χρήσιμο να σχηματίσουμε με κιμωλία ένα ευδιάκριτο σημάδι, αφού πρώτα όμως έχει στεγνώσει η ώχρα  - στεγνώνει πολύ γρήγορα –  που τον έχουμε περάσει.

Αφού πάρουμε τη σωστή θέση – στάση του σώματος απέναντι στον πίνακα, τότε εστιάζουμε τα δύο μας μάτια στο ευδιάκριτο σημάδι στο κέντρο του πίνακα. Με μια ήρεμη και φυσική κίνηση, δηλ. ούτε πολύ αργή, διότι δεν είναι φυσική, ούτε πολύ γρήγορη, γιατί επίσης δεν είναι φυσική, φέρνουμε το όπλο στον ώμο μας και φροντίζουμε να εφάπτεται το πάνω μέρος του κοντακίου κάτω από το ζυγωματικό. Την στιγμή που το όπλο έρχεται και κάθεται στον ώμο και το ζυγωματικό, προσέξτε: το κοντάκι έρχεται στο πρόσωπο και όχι το πρόσωπο στο κοντάκι, τότε πατιέται η σκανδάλη. Είναι πολύ σημαντικό εκείνη τη στιγμή τα μάτια να παραμένουν συνεχώς εστιασμένα στο σημάδι του πίνακα και να μην φύγουν από εκεί να πάνε στο στόχαστρο για να «τσεκάρουν» αν αυτό είναι πάνω στο σημάδι και μετά να ξαναπάνε απέναντι στο σημάδι για να πατηθεί η σκανδάλη. Αυτό είναι λάθος στη δοκιμή μας και δεν πρέπει να γίνεται, γιατί απλά αποτελεί και ένα σκοπευτικό σφάλμα που μας οδηγεί σε αστοχίες. Είναι απαγορευτικό να παίζουν τα μάτια σε στόχαστρο-στόχο-στόχαστρο, ενώ το όπλο έχει κάτσει στον ώμο και το ζυγωματικό. Το έχω αναλύσει παλαιότερα γιατί σε σχετικό μου άρθρο για την επώμιση στη στήλη «σκοπευτικά» κι αποτελεί σημείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Αν έχετε την υποψία ότι μπορεί η επώμισή σας να μην γίνει σωστά ή ότι δεν διαθέτετε την καλή επώμιση που απαιτείται, τότε θα πρέπει να σας παρακολουθεί από το πλάι ένας δάσκαλος σκοπευτικής αγωγής ή ένας φίλος σας, που αποδεδειγμένα όμως γνωρίζει τη σωστή επώμιση. Αυτό για να μην τα ρίξετε όλα στο κοντάκι και το βγάλετε άχρηστο, ενώ μπορεί να μην είναι και να φταίει η επώμιση που έχετε κάνει, μπορεί να είναι αυτή που σας μάθανε στο στρατό ή κάποιος που υπέθετε ότι την ήξερε. Αφού λοιπόν είμαστε βέβαιοι για την πιστότητα και ορθότητα της επώμισή μας θα ρίξουμε πέντε βολές στον πίνακα, βέβαια μπορεί να γίνει και με τρεις, όμως το κάνουμε στις πέντε για να εκμηδενίσουμε το ανθρώπινο σφάλμα. Φυσικά κάθε φορά θα περνάμε με ώχρα τον πίνακα και θα σημειώνουμε με την το κιμωλία το σημάδι στο ίδιο σημείο που ήταν στην προηγούμενη βολή. Σε κάθε μία από τις βολές που θα ρίχνουμε θα παρατηρούμε προσεκτικά πριν περάσουμε με ώχρα ξανά τον πίνακα που είναι το κέντρο της τουφεκιάς μας σε σχέση με το σημάδι του πίνακα. Αν παρατηρηθεί ότι όλες ή οι περισσότερες από τις τουφεκιές πηγαίνουν αριστερά, τότε το κοντάκι μας χρειάζεται περισσότερη παρέκκλιση προς τα δεξιά, δηλ. όπως λέγεται τεχνικά θέλει cast-off. Αντιθέτως, αν οι τουφεκιές πάνε δεξιά, τότε το κοντάκι μας χρειάζεται περισσότερη παρέκκλιση προς τα αριστερά, δηλ. θέλει cast-on. Αυτή η παρέκκλιση δεξιά ή αριστερά αν διαθέτουμε αυτογεμές (καραμπίνα) σύγχρονης κατασκευής απλά και γρήγορα μπορούμε να αλλάξουμε τις ειδικές φλάντζες που μπαίνουν μεταξύ βάσης και κοντακίου, καθώς και στο εσωτερικό του κοντακίου. Αυτές οι φλάντζες συνοδεύουν όλα τα νέας τεχνολογίας αυτογεμή όλων των μεγάλων γνωστών εταιριών (BERETTA, BROWNING, BENELLI, κ.λ.π.). Αν βέβαια διαθέτουμε δίκαννο, πλαγιόκαννο ή αλληλεπίθετο, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και χρειάζεται η επέμβαση του οπλουργού, ο οποίος θα δώσει τα χιλιοστά της παρέκκλισης που χρειάζεται με τις κατάλληλες μεθόδους (ζεστή παραφίνη, κ.λ.π.). Πάμε τώρα στην περίπτωση που οι βολές μας συνεχώς κατευθύνονται προς τα πάνω και σχηματίζονται πυκνότερες συγκεντρώσεις αρκετά υψηλότερα από το σημείο που έχουμε σχεδιάσει στον πίνακα. Λέω αρκετά, διότι αν ελαφρώς ψιλοτουφεκίζει το όπλο μας δεν θεωρείται μειονέκτημα ώστε να πετάξουμε το κοντάκι, απεναντίας μάλιστα για τις περισσότερες κυνηγετικές βολές αυτό το κοντάκι μας είναι χρήσιμο. Αν βέβαια τουφεκίζει αρκετά ψηλότερα, τότε αυτό το κοντάκι κάνει περισσότερο για τραπ, παρά για κυνήγι. Μόνο στο τραπ, όπου τα πιάτα σχεδόν πάντα υψώνονται γρήγορα και με μεγάλες γωνίες συνήθως, χρειάζεται κάποιος ένα τέτοιο κοντάκι. Βέβαια, εδώ θα πρέπει να αναφερθώ πάλι στο θέμα της επώμισης και τοποθέτησης του κεφαλιού στο κοντάκι, ώστε να μην παρατηρείται την στιγμή της τουφεκιάς στον πίνακα ανύψωση του κεφαλιού. Αυτό συμβαίνει συχνά, αφού πολλοί «ξεκολλάνε» το κεφάλι από το κοντάκι τη στιγμή της βολής για να δουν το αποτέλεσμα. Επίσης επωμίζουν χωρίς να εφάπτεται το πάνω μέρος (το κτένι) του κοντακίου κάτω από το ζυγωματικό καλά, οπότε σε αρκετές περιπτώσεις με την ανάκρουση κτυπάει το κοντάκι στο πλαϊνό μέρος του ζυγωματικού κι έχουμε τραυματισμό. Ακούμε λοιπόν ότι το κοντάκι «με χτυπάει στο μάγουλο και δεν μου κάνει αυτό το κοντάκι». Ναι, αλλά εμείς το επωμίσαμε σωστά; Μήπως το απορρίπτουμε λανθασμένα; Αυτά πρέπει να μας προβληματίζουν προτού να προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια να βγάλουμε άχρηστο το κοντάκι (συνηθισμένη ενέργεια πολλών). Αν λοιπόν η επώμιση ήταν σωστή αλλά το όπλο ψιλοτουφεκίζει αρκετά, τότε επίσης είναι δουλειά του οπλουργού που θα χαμηλώσει τις κλίσεις (μικρή- μεγάλη) στο πάνω μέρος του κοντακίου.

Πάμε στην αντίθετη περίπτωση όπου το όπλο χαμηλοτουφεκίζει και σχηματίζει συγκεντρώσεις πυκνές κάτω από το σημείο που έχουμε στον πίνακα. Τότε μπορούμε και μόνοι μας (πρόχειρα βέβαια) να ανεβάσουμε ψηλότερα τις βολές μας βάζοντας πάνω στο κοντάκι, εκεί που ακουμπάει το ζυγωματικό, φύλλα δερματίνης ή μια λεπτή φέτα φελλού που τα κολλάμε με ταινία, επαναλαμβάνουμε τη δοκιμή κι όταν διαπιστώσουμε ότι οι βολές μας τώρα είναι ψηλότερα και σε βαθμό που εμείς χρειαζόμαστε, τότε καλό θα ήταν να μας κάνει μία μόνιμη προσθήκη ξύλου ο οπλουργός μας, που δεν θα είναι αντιαισθητική.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις διαπιστώσεις μας και να γίνουν οι τροποποιήσεις στην παρέκκλιση και στις κλίσεις του κοντακίου στον βαθμό που πρέπει, γιατί δεν θα πρέπει να ασχολούμαστε συνεχώς με αυτά, ούτε και να αμφιβάλουμε αν είναι ή όχι σωστά.

Όταν θα έχουμε πλέον τελειώσει και με αυτή την δοκιμή του όπλου μας, θα πάμε στο τρίτο μέρος και ίσως το πιο ενδιαφέρον της τριλογίας, που αφορά την ευθυβολία και έλεγχο της βλητικής απόδοσης του όπλου μας.

Το τρίτο μέρος που θα το δούμε αναλυτικά στο επόμενο τεύχος περιλαμβάνει το πώς θα «ταιριάξουμε» σωστά το όπλο και το φυσίγγι, ώστε να έχουμε μία ποιοτική και όσο το δυνατόν ελεγχόμενη ντουφεκιά για το κυνήγι ή το σκοπευτήριο.

Συνεχίζεται…